τοπικός

τοπικός
τοπ-ικός, ή, όν,
A of or for place, in respect to place, ὕλη τ., = κατὰ τόπον κινητή, Arist. Metaph.1042b6. Adv.

-κῶς Peripl.M.Rubr.5

, al., Plu.2.424e.
2 local,

φυλαί D.H.4.14

;

ἄνεμοι Antyll.

ap. Orib.9.9.1; τ. δυναστεία local influence, PRyl,114.16 (iii A. D.);

τ. βία PFlor.58.8

(iii A. D.); of local make,

ἀγγεῖον TAM2.437

([place name] Patara). Adv. -κῶς in the local dialect, opp. συνήθως, Sch.Th.Oxy.853 xiii 3.
3 of medicines and medical treatment or ailments, to be applied locally, topical, Sor.2.15, Gal.12.383;

τ. συγκίνησις Sor.1.46

(τροπ- cod.); τ. ἕλκος, πόνος, Id.2.36, Fract.15;

τ. διάθεσις Gal.16.710

. Adv.

-κῶς Ruf.Anat.30

, Sor.1.102.
4 τ. ἐπίρρημα adverb of place, D.T.641.32, A.D.Conj.243.29.
II concerning τόποι or common-places, Arist.Rh.1396b21; he wrote a treatise τὰ τοπικά, being (as he says) the method or theory of drawing conclusions

ἐξ ἐνδόξων; τ. ἀντίθεσις Hermog.Stat.6

;

-ώτεροι λόγοι Id.Id.2.11

. Adv.

-κῶς Id.Stat.3

,12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τοπικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικός — ή, ό / τοπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τόπος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε έναν συγκεκριμένο τόπο ή που προέρχεται από αυτόν (α. «τοπικά ζητήματα» β. «τοπικὴ δυναστεία», πάπ. γ. «τοπικαὶ φυλαί», Διον. Αλ.) 2. αυτός που εντοπίζεται ή αναφέρεται σε ένα …   Dictionary of Greek

  • τοπικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει σχέση με ορισμένο τόπο: Τοπικά έθιμα. 2. που αφορά σε ορισμένο μέρος του σώματος: Τοπική αναισθησία. 3. το θηλ. ως ουσ., τοπική παλιά πτώση της ινδοευρωπαϊκής γλώσσας, που συγχωνεύτηκε αργότερα με τη δοτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τοπικά — τοπικός of neut nom/voc/acc pl τοπικά̱ , τοπικός of fem nom/voc/acc dual τοπικά̱ , τοπικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικώτερον — τοπικός of adverbial comp τοπικός of masc acc comp sg τοπικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικωτέραις — τοπικός of fem dat comp pl τοπικωτέρᾱͅς , τοπικός of fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικωτέρων — τοπικός of fem gen comp pl τοπικός of masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικῶν — τοπικός of fem gen pl τοπικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικόν — τοπικός of masc acc sg τοπικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικαῖς — τοπικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοπικαί — τοπικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”